Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /ʁɥi.nyʁ/

  Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
ruinure ruinures

ruinure (fr) θηλυκό

Συγγενικά

επεξεργασία