εντομή
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | εντομή | οι | εντομές |
γενική | της | εντομής | των | εντομών |
αιτιατική | την | εντομή | τις | εντομές |
κλητική | εντομή | εντομές | ||
Κατηγορία όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαεντομή θηλυκό
Μεταφράσεις
επεξεργασία εντομή
|