χαρακιά
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | χαρακιά | οι | χαρακιές |
γενική | της | χαρακιάς | των | χαρακιών |
αιτιατική | τη | χαρακιά | τις | χαρακιές |
κλητική | χαρακιά | χαρακιές | ||
Οι καταλήξεις προφέρονται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «καρδιά» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /xa.ɾaˈca/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : χα‐ρα‐κιά
Ουσιαστικό
επεξεργασίαχαρακιά θηλυκό
- η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του χαρακώνω καθώς και (κατ’ επέκταση) το σημάδι που μένει από τη σχετική ενέργεια
- χτύπημα με κάποιο χάρακα
- (οικείο) (βαθιά) ρυτίδα