Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η χαρακιά οι χαρακιές
      γενική της χαρακιάς των χαρακιών
    αιτιατική τη χαρακιά τις χαρακιές
     κλητική χαρακιά χαρακιές
Οι καταλήξεις προφέρονται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «καρδιά» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

χαρακιά < χάρακ(ας) + -ιά

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /xa.ɾaˈca/
τυπογραφικός συλλαβισμός: χα‐ρα‐κιά

  Ουσιαστικό επεξεργασία

χαρακιά θηλυκό

  1. η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του χαρακώνω καθώς και (κατ’ επέκταση) το σημάδι που μένει από τη σχετική ενέργεια
  2. χτύπημα με κάποιο χάρακα
  3. (οικείο) (βαθιά) ρυτίδα

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία