scratch
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
scratch | scratches |
scratch (en)
- η γρατζουνιά, το γδάρσιμο, το ξέγδαρμα, ένα σημάδι, ένα κόψιμο ή ένας τραυματισμός που προκαλείται από το να γρατσουνίζει κάποιος το δέρμα του ή την επιφάνεια κάτι
- ⮡ The table has a few scratches.
- Το τραπέζι έχει λίγες γρατζουνιές.
- ⮡ The collision was violent, but he managed to get away with only a few scratches.
- Η σύγκρουση ήταν σφοδρή, κατάφερε όμως να γλιτώσει μόνο με λίγες γρατζουνιές.
- ⮡ The table has a few scratches.
Εκφράσεις
επεξεργασίαΡήμα
επεξεργασίαενεστώτας | scratch |
γ΄ ενικό ενεστώτα | scratches |
αόριστος | scratched |
παθητική μετοχή | scratched |
ενεργητική μετοχή | scratching |
scratch (en)
- (μεταβατικό και αμετάβατο) γρατσουνίζω, γδέρνω, ξεγδέρνω, κόβω ελαφρά το δέρμα μου με κάτι αιχμηρό
- ⮡ Beware of the cat, because it will scratch you.
- Πρόσεξε τη γάτα, γιατί θα σε γρατζουνίσει.
- ⮡ I was scratched by the thorns.
- Γρατζουνίστηκα από τα αγκάθια.
- ⮡ The cat scratched me.
- Με έγδαρε η γάτα.
- ⮡ How did you scratch your hands so badly?
- Πώς ξέγδαρες τόσο τα χέρια σου;
- ⮡ Beware of the cat, because it will scratch you.
- (μεταβατικό) γρατσουνίζω, γδέρνω, ξεγδέρνω, βλάπτω την επιφάνεια κάτι, ειδικά κατά λάθος, αφήνοντας λεπτά ρηχά σημάδια πάνω του
- ⮡ The nails scratched the floor.
- Τα καρφιά γρατζούνισαν το πάτωμα.
- ⮡ I scratched the side of my car.
- Έγδαρα το πλάι το αυτοκίνητου μου.
- ⮡ They scratched the floor with their shoes.
- Ξέγδαραν το πάτωμα με τα παπούτσια τους.
- ⮡ The nails scratched the floor.