scratch
Αγγλικά (en) επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
scratch | scratches |
scratch (en)
Εκφράσεις επεξεργασία
Ρήμα επεξεργασία
ενεστώτας | scratch |
γ΄ ενικό ενεστώτα | scratches |
αόριστος | scratched |
παθητική μετοχή | scratched |
ενεργητική μετοχή | scratching |
scratch (en)
- (μεταβατικό και αμετάβατο) γρατσουνίζω, κόβω ελαφρά το δέρμα μου με κάτι αιχμηρό
- ↪ Beware of the cat, because it will scratch you.
- Πρόσεξε τη γάτα, γιατί θα σε γρατζουνίσει.
- ↪ I was scratched by the thorns.
- Γρατζουνίστηκα από τα αγκάθια.
- ↪ Beware of the cat, because it will scratch you.
- (μεταβατικό) γρατσουνίζω, βλάπτω την επιφάνεια κάτι, ειδικά κατά λάθος, αφήνοντας λεπτά ρηχά σημάδια πάνω του
- ↪ The nails scratched the floor.
- Τα καρφιά γρατζούνισαν το πάτωμα.
- ↪ The nails scratched the floor.