Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

γρατσουνίζω < (ηχομιμητική λέξη) (γρατς)

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /ɣɾa.t͡suˈni.zo/
τυπογραφικός συλλαβισμός: γρα‐τσου‐νί‐ζω

  Ρήμα επεξεργασία

γρατσουνίζω, αόρ.: γρατσούνισα, παθ.φωνή: γρατσουνίζομαι, π.αόρ.: γρατσουνίστηκα, μτχ.π.π.: γρατσουνισμένος

  1. σκίζω την επιφάνεια κάποιου πράγματος με κάτι μυτερό όπως το νύχι
  2. (μεταφορικά, ειρωνικό) παίζω εντελώς αδέξια και εκνευριστικά κάποιο έγχορδο μουσικό όργανο

Άλλες μορφές επεξεργασία

Συγγενικά επεξεργασία

Κλίση επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία