Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
claw claws

claw (en)

  1. το νύχι (ζώου ή πουλιού)
  2. η δαγκάνα ενός αρθρόποδου
    lobster claws - οι δαγκάνες του αστακού
ενεστώτας claw
γ΄ ενικό ενεστώτα claws
αόριστος clawed
παθητική μετοχή clawed
ενεργητική μετοχή clawing

claw (en)

  1. γδέρνω ή ξεσκίζω με τα νύχια
    ⮡  Stop clawing at the guitar. (μεταφορικά)
    Σταμάτα να γρατζουνάς αυτή την κιθάρα.
  2. αρπάζω κάτι με τα νύχια
  3. σκαρφαλώνω μετα νύχια