Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
ξέγδαρμα
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Ουσιαστικό
1.2.1
Συγγενικά
1.2.2
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
προσχέδιο λήμματος
: μπορείτε να βοηθήσετε
επεκτείνοντάς το λήμμα
↓
πτώσεις
ενικός
πληθυντικός
ονομαστική
το
ξέγδαρμα
τα
ξεγδάρμα
τ
α
γενική
του
ξεγδάρμα
τ
ος
των
ξεγδαρμά
τ
ων
αιτιατική
το
ξέγδαρμα
τα
ξεγδάρμα
τ
α
κλητική
ξέγδαρμα
ξεγδάρμα
τ
α
Κατηγορία
όπως «
όνομα
» -
Παράρτημα:Ουσιαστικά
Ετυμολογία
επεξεργασία
ξέγδαρμα
<
ξεγδέρνω
Ουσιαστικό
επεξεργασία
ξέγδαρμα
ουδέτερο
το
γδάρσιμο
, η
εκδορά
, το επιπόλαιο τραύμα στο οποίο συνήθως δεν παρατηρείται αιμορραγία
Συγγενικά
επεξεργασία
ξεγδαρμένος
Μεταφράσεις
επεξεργασία
ξέγδαρμα