καλάρω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- καλάρω < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική καλάρω < βενετική calar / ιταλική calare < υστερολατινική calare < λατινική chalare, απαρέμφατο ενεστώτα του ρήματος chalo < αρχαία ελληνική χᾰλάω (αντιδάνειο)[1]
Ρήμα
επεξεργασίακαλάρω, αόρ.: καλάρισα, μτχ.π.π.: καλαρισμένος (χωρίς παθητική φωνή)
- (ναυτικός όρος) ρίχνω τα δίχτυα στη θάλασσα
- (ναυτικός όρος, για πανιά πλεούμενου) μαζεύω
Συγγενικά
επεξεργασία- καλάρισμα
- καλαρισμένος
- → δείτε τις λέξεις καλουμάρω και χαλώ
Κλίση
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία καλάρω
|
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ καλάρω - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας