καλαρισμένος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΜετοχή
επεξεργασίακαλαρισμένος, -η, -ο
- μετοχή παθητικού παρακειμένου του ρήματος καλάρω
- ⮡ το πλεούμενο με καλαρισμένα τα πανιά... (με μαζεμένα τα πανιά)
Μεταφράσεις
επεξεργασία καλαρισμένος
|
καλαρισμένος, -η, -ο
|