χαλαστής
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | χαλαστής | οι | χαλαστές |
γενική | του | χαλαστή | των | χαλαστών |
αιτιατική | τον | χαλαστή | τους | χαλαστές |
κλητική | χαλαστή | χαλαστές | ||
Κατηγορία όπως «ποιητής» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- χαλαστής < χαλάω
Ουσιαστικό
επεξεργασίαχαλαστής αρσενικό
- αυτός που χαλάει, ο καταστροφέας
Μεταφράσεις
επεξεργασία χαλαστής
|