ενεστώτας break down
γ΄ ενικό ενεστώτα breaks down
αόριστος broke down
παθητική μετοχή broken down
ενεργητική μετοχή breaking down

  Ετυμολογία

επεξεργασία
break down < → δείτε τις λέξεις break και down

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /bɹeɪk daʊn/

break down (en)

  1. χαλάω, για μηχάνημα που σταματά να λειτουργεί λόγω προβλήματος
    ⮡  The car broke down.
    Χάλασε το αυτοκίνητο.
    ⮡  Damn moped, you broke down again!
    Καταραμένο μηχανάκι, πάλι χάλασες!
    ⮡  The traffic jam was caused by a broken down garbage truck.
    Το μποτιλιάρισμα προκλήθηκε από ένα χαλασμένο απορριμματοφόρο.
  2. αποτυγχάνω, διακόπτομαι, συχνά για σχέσεις
    ⮡  The disarmament talks broke down.
    Οι συνομιλίες για τον αφοπλισμό απότυχαν/διακόπηκαν.
  3. κλονίζομαι, γίνεται πολύ άσχημο
    ⮡  His health broke down from overwork.
    Η υγεία του κλονίστηκε από υπερκόπωση.
    ⮡  Her health broke down suddenly.
    Η υγεία της κατέρρευσε ξαφνικά.
  4. καταρρέω, δεν μπορώ να ελέγξω την εκδήλωση των συναισθημάτων μου
    ⮡  She broke down when she heard the news of his death.
    Κατέρρευσε όταν άκουσε τα νέα του θανάτου του.
  5. γκρεμίζω κάτι χτυπώντας το δυνατά
    ⮡  They broke down the door.
    Γκρέμισαν την πόρτα.
  6. συντρίβω, καταστρέφω κάτι ή το εξαφανίζω, ειδικά ένα συγκεκριμένο συναίσθημα ή στάση που έχει κάποιος
    ⮡  They broke down all resistance.
    Συνέτριψαν κάθε αντίσταση.