σήπομαι
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- σήπομαι < αρχαία ελληνική σήπομαι, παθητική φωνή του ρήματος σήπω < σήψ
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /ˈsi.po.me/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : σή‐πο‐μαι
Ρήμα επεξεργασία
σήπομαι
Άλλες μορφές επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
σήπομαι
|
Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία
Αρχικοί χρόνοι |
Φωνή Eνεργητική |
Φωνή Μέση & Παθητική |
---|---|---|
Ενεστώτας | σήπω | σήπομαι |
Παρατατικός | ἔσηπον | ἐσηπόμην |
Μέλλοντας | σήψω | σαπήσομαι |
Αόριστος | ἔσηψα | ἐσάπην |
Παρακείμενος | σέσηπα | σέσημμαι |
Υπερσυντέλικος | ἐσεσήπειν | ἐσεσήμμην |
Συντελ.Μέλλ. |
Ετυμολογία επεξεργασία
- σήπομαι: παθητική φωνή του ρήματος σήπω < σήψ
Ρήμα επεξεργασία
σήπομαι