σέπομαι
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- σέπομαι < σήπομαι < αρχαία ελληνική σήπομαι, παθητική φωνή του ρήματος σήπω < σήψ
Προφορά επεξεργασία
Ρήμα επεξεργασία
σέπομαι (αποθετικό)
- (λαϊκότροπο) (ιδιωματικό) άλλη μορφή του σήπομαι
Συνώνυμα επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
σέπομαι
|