Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

σήψ < λείπει η ετυμολογία

  Ουσιαστικό επεξεργασία

σήψ, σηπός αρσενικό

  1. (ερπετό) δηλητηριώδες φίδι του οποίου το δάγκωμα προκαλεί σήψη
  2. (ερπετό) είδος σαύρας

  Ουσιαστικό επεξεργασία

σήψ, σηπός θηλυκό

Συγγενικά επεξεργασία

  • → δείτε τη λέξη σήπω

  Πηγές επεξεργασία