Ετυμολογία

επεξεργασία
σήψ < λείπει η ετυμολογία

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

σήψ, σηπός αρσενικό

  1. (ερπετό) δηλητηριώδες φίδι του οποίου το δάγκωμα προκαλεί σήψη
  2. (ερπετό) είδος σαύρας

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

σήψ, σηπός θηλυκό

Συγγενικά

επεξεργασία
  • → δείτε τη λέξη σήπω