σήπω
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαΑρχικοί χρόνοι |
Φωνή Eνεργητική |
Φωνή Μέση & Παθητική |
---|---|---|
Ενεστώτας | σήπω | σήπομαι |
Παρατατικός | ἔσηπον | ἐσηπόμην |
Μέλλοντας | σήψω | σαπήσομαι |
Αόριστος | ἔσηψα | ἐσάπην |
Παρακείμενος | σέσηπα | σέσημμαι |
Υπερσυντέλικος | ἐσεσήπειν | ἐσεσήμμην |
Συντελ.Μέλλ. |
Ρήμα
επεξεργασία
σήπω, μέσο και παθητικό σήπομαι
- κάνω κάτι να σαπίσει
- (μεταφορικά) διαφθείρω
Συγγενικά
επεξεργασίαΣύνθετα
επεξεργασίαΣημειώσεις
επεξεργασία- Ο παρακείμενος σέσηπα χρησιμοποιείται με παθητική σημασία (σαπίζω)