σήπω
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαΑρχικοί χρόνοι |
Φωνή Eνεργητική |
Φωνή Μέση & Παθητική |
---|---|---|
Ενεστώτας | σήπω | σήπομαι |
Παρατατικός | ἔσηπον | ἐσηπόμην |
Μέλλοντας | σήψω | σαπήσομαι |
Αόριστος | ἔσηψα | ἐσάπην |
Παρακείμενος | σέσηπα | σέσημμαι |
Υπερσυντέλικος | ἐσεσήπειν | ἐσεσήμμην |
Συντελ.Μέλλ. |
Ρήμα
επεξεργασίασήπω, μέσο και παθητικό σήπομαι
- κάνω κάτι να σαπίσει
- (μεταφορικά) διαφθείρω
Συγγενικά
επεξεργασίαΣύνθετα
επεξεργασία- ἀκροσαπής
- ἀντισήπω
- ἀποσήπομαι
- ἀσαπής
- ἄσηπτος
- διασήπω
- δύσσηπτος
- ἐκσήπομαι
- ἐνσήπομαι
- εὔσηπτος
- ἡμισαπής
- κατασήπω
- περισήπομαι
- προσήπω
- σηποποιός
- σύσσηπω
- ὑποσήπω
Σημειώσεις
επεξεργασία- Ο παρακείμενος σέσηπα χρησιμοποιείται με παθητική σημασία (σαπίζω)