→ λείπει η κλίση

  Ετυμολογία

επεξεργασία
σηπεδών < αρχαία ελληνική σηπεδών < σήπομαι + -έδων[1]

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /si.peˈðon/
τυπογραφικός συλλαβισμός: ση‐πε‐δών

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

σηπεδών θηλυκό (γενική ενικού: σηπεδόνος ονομαστική πληθυντικού: σηπεδόνες)

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

  Αναφορές

επεξεργασία
  1. Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.  (Αʹ έκδοση: 1998)



↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική σηπεδών οἱ σηπεδόνες
      γενική τοῦ σηπεδόνος τῶν σηπεδόνων
      δοτική τῷ σηπεδόν τοῖς σηπεδόσῐ(ν)
    αιτιατική τὸν σηπεδόν τοὺς σηπεδόνᾰς
     κλητική ! σηπεδών σηπεδόνες
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  σηπεδόνε
γεν-δοτ τοῖν  σηπεδόνοιν
3η κλίση, Κατηγορία 'κανών' όπως «κανών» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

ζητούμενο λήμμα