ασάπιστος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασίαασάπιστος, -η, -ο
- που δεν έχει σαπίσει
Αντώνυμα
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τη λέξη σαπίζω
Μεταφράσεις
επεξεργασία ασάπιστος
|
Δείτε επίσης : ατσάπιστος |
ασάπιστος, -η, -ο
|