↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο σαπισμένος η σαπισμένη το σαπισμένο
      γενική του σαπισμένου της σαπισμένης του σαπισμένου
    αιτιατική τον σαπισμένο τη σαπισμένη το σαπισμένο
     κλητική σαπισμένε σαπισμένη σαπισμένο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι σαπισμένοι οι σαπισμένες τα σαπισμένα
      γενική των σαπισμένων των σαπισμένων των σαπισμένων
    αιτιατική τους σαπισμένους τις σαπισμένες τα σαπισμένα
     κλητική σαπισμένοι σαπισμένες σαπισμένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
σαπισμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου σαπίζω

σαπισμένος, -η, -ο

  Μεταφράσεις

επεξεργασία