αποσαπίζω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΡήμα
επεξεργασίααποσαπίζω
Κλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | αποσαπίζω | αποσάπιζα | θα αποσαπίζω | να αποσαπίζω | αποσαπίζοντας | |
β' ενικ. | αποσαπίζεις | αποσάπιζες | θα αποσαπίζεις | να αποσαπίζεις | αποσάπιζε | |
γ' ενικ. | αποσαπίζει | αποσάπιζε | θα αποσαπίζει | να αποσαπίζει | ||
α' πληθ. | αποσαπίζουμε | αποσαπίζαμε | θα αποσαπίζουμε | να αποσαπίζουμε | ||
β' πληθ. | αποσαπίζετε | αποσαπίζατε | θα αποσαπίζετε | να αποσαπίζετε | αποσαπίζετε | |
γ' πληθ. | αποσαπίζουν(ε) | αποσάπιζαν αποσαπίζαν(ε) |
θα αποσαπίζουν(ε) | να αποσαπίζουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | αποσάπισα | θα αποσαπίσω | να αποσαπίσω | αποσαπίσει | ||
β' ενικ. | αποσάπισες | θα αποσαπίσεις | να αποσαπίσεις | αποσάπισε | ||
γ' ενικ. | αποσάπισε | θα αποσαπίσει | να αποσαπίσει | |||
α' πληθ. | αποσαπίσαμε | θα αποσαπίσουμε | να αποσαπίσουμε | |||
β' πληθ. | αποσαπίσατε | θα αποσαπίσετε | να αποσαπίσετε | αποσαπίστε | ||
γ' πληθ. | αποσάπισαν αποσαπίσαν(ε) |
θα αποσαπίσουν(ε) | να αποσαπίσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω αποσαπίσει | είχα αποσαπίσει | θα έχω αποσαπίσει | να έχω αποσαπίσει | ||
β' ενικ. | έχεις αποσαπίσει | είχες αποσαπίσει | θα έχεις αποσαπίσει | να έχεις αποσαπίσει | ||
γ' ενικ. | έχει αποσαπίσει | είχε αποσαπίσει | θα έχει αποσαπίσει | να έχει αποσαπίσει | ||
α' πληθ. | έχουμε αποσαπίσει | είχαμε αποσαπίσει | θα έχουμε αποσαπίσει | να έχουμε αποσαπίσει | ||
β' πληθ. | έχετε αποσαπίσει | είχατε αποσαπίσει | θα έχετε αποσαπίσει | να έχετε αποσαπίσει | ||
γ' πληθ. | έχουν αποσαπίσει | είχαν αποσαπίσει | θα έχουν αποσαπίσει | να έχουν αποσαπίσει |
|
Μεταφράσεις
επεξεργασία αποσαπίζω
|