Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
σαπιοκάραβο
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Ουσιαστικό
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
πληθυντικός
ονομαστική
το
σαπιοκάραβ
ο
τα
σαπιοκάραβ
α
γενική
του
σαπιοκάραβ
ου
των
σαπιοκάραβ
ων
αιτιατική
το
σαπιοκάραβ
ο
τα
σαπιοκάραβ
α
κλητική
σαπιοκάραβ
ο
σαπιοκάραβ
α
Κατηγορία
όπως «
σίδερο
» -
Παράρτημα:Ουσιαστικά
Ετυμολογία
επεξεργασία
σαπιοκάραβο
<
σάπιος
+
καράβι
.
Ουσιαστικό
επεξεργασία
σαπιοκάραβο
ουδέτερο
Παλιό
σκάφος
σε κακή
κατάσταση
, ή
πλοίο
που παρουσιάζει πολλαπλά
προβλήματα
.
Θα πνιγούμε με αυτό το
σαπιοκάραβο
!
Μεταφράσεις
επεξεργασία
σαπιοκάραβο
αγγλικά
:
tub
(en)
γαλλικά
:
rafiot
(fr)