Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το σαπιοκάραβο τα σαπιοκάραβα
      γενική του σαπιοκάραβου των σαπιοκάραβων
    αιτιατική το σαπιοκάραβο τα σαπιοκάραβα
     κλητική σαπιοκάραβο σαπιοκάραβα
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

σαπιοκάραβο < σάπιος + καράβι.

  Ουσιαστικό επεξεργασία

σαπιοκάραβο ουδέτερο

  Μεταφράσεις επεξεργασία