Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
σάπισμα
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Ουσιαστικό
1.2.1
Συνώνυμα
1.2.2
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
πληθυντικός
ονομαστική
το
σάπισμα
τα
σαπίσμα
τ
α
γενική
του
σαπίσμα
τ
ος
των
σαπισμά
τ
ων
αιτιατική
το
σάπισμα
τα
σαπίσμα
τ
α
κλητική
σάπισμα
σαπίσμα
τ
α
Κατηγορία
όπως «
όνομα
» -
Παράρτημα:Ουσιαστικά
Ετυμολογία
επεξεργασία
σάπισμα
<
σαπίζω
+
-μα
Ουσιαστικό
επεξεργασία
σάπισμα
ουδέτερο
το αποτέλεσμα του
σαπίζω
Συνώνυμα
επεξεργασία
σήψη
Μεταφράσεις
επεξεργασία
σάπισμα
γαλλικά
:
pourrissement
(fr)