affaiblissement
Γαλλικά (fr)Επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
affaiblissement | affaiblissements |
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
affaiblissement (fr) αρσενικό
- η εξασθένιση, η αποδυνάμωση
ΑντώνυμαΕπεξεργασία
Επεξεργασία
- → δείτε τη λέξη affaiblir
ενικός | πληθυντικός |
affaiblissement | affaiblissements |
affaiblissement (fr) αρσενικό