Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

καταβολιάζω < καταβολ(άδα) + -ιάζω

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /ka.ta.voˈʎa.zo/
τυπογραφικός συλλαβισμός: κα‐τα‐βο‐λιά‐ζω

  Ρήμα επεξεργασία

καταβολιάζω, αόρ.: καταβόλιασα, παθ.φωνή: καταβολιάζομαι, π.αόρ.: καταβολιάστηκα, μτχ.π.π.: καταβολιασμένος

Συγγενικά επεξεργασία

Κλίση επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία

  1. «καταβολεύω (& καταβολιάζω)» - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.  (Αʹ έκδοση: 1998)
  2. καταβάλλω - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. 

  Πηγές επεξεργασία