καταβολεύω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- καταβολεύω < κατα- + βολεύω • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;
Ρήμα
επεξεργασίακαταβολεύω
- βολεύω ιδιαίτερα
Κλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | καταβολεύω | καταβόλευα | θα καταβολεύω | να καταβολεύω | καταβολεύοντας | |
β' ενικ. | καταβολεύεις | καταβόλευες | θα καταβολεύεις | να καταβολεύεις | καταβόλευε | |
γ' ενικ. | καταβολεύει | καταβόλευε | θα καταβολεύει | να καταβολεύει | ||
α' πληθ. | καταβολεύουμε | καταβολεύαμε | θα καταβολεύουμε | να καταβολεύουμε | ||
β' πληθ. | καταβολεύετε | καταβολεύατε | θα καταβολεύετε | να καταβολεύετε | καταβολεύετε | |
γ' πληθ. | καταβολεύουν(ε) | καταβόλευαν καταβολεύαν(ε) |
θα καταβολεύουν(ε) | να καταβολεύουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | καταβόλεψα | θα καταβολέψω | να καταβολέψω | καταβολέψει | ||
β' ενικ. | καταβόλεψες | θα καταβολέψεις | να καταβολέψεις | καταβόλεψε | ||
γ' ενικ. | καταβόλεψε | θα καταβολέψει | να καταβολέψει | |||
α' πληθ. | καταβολέψαμε | θα καταβολέψουμε | να καταβολέψουμε | |||
β' πληθ. | καταβολέψατε | θα καταβολέψετε | να καταβολέψετε | καταβολέψτε | ||
γ' πληθ. | καταβόλεψαν καταβολέψαν(ε) |
θα καταβολέψουν(ε) | να καταβολέψουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω καταβολέψει | είχα καταβολέψει | θα έχω καταβολέψει | να έχω καταβολέψει | ||
β' ενικ. | έχεις καταβολέψει | είχες καταβολέψει | θα έχεις καταβολέψει | να έχεις καταβολέψει | έχε καταβολεμένο | |
γ' ενικ. | έχει καταβολέψει | είχε καταβολέψει | θα έχει καταβολέψει | να έχει καταβολέψει | ||
α' πληθ. | έχουμε καταβολέψει | είχαμε καταβολέψει | θα έχουμε καταβολέψει | να έχουμε καταβολέψει | ||
β' πληθ. | έχετε καταβολέψει | είχατε καταβολέψει | θα έχετε καταβολέψει | να έχετε καταβολέψει | έχετε καταβολεμένο | |
γ' πληθ. | έχουν καταβολέψει | είχαν καταβολέψει | θα έχουν καταβολέψει | να έχουν καταβολέψει | ||
Συντελεσμένοι χρόνοι β΄ (μεταβατικοί) | ||||||
Παρακείμενος | έχω (έχεις, έχει, έχουμε, έχετε, έχουν) καταβολεμένο | |||||
Υπερσυντέλικος | είχα (είχες, είχε , είχαμε, είχατε, είχαν) καταβολεμένο | |||||
Συντελ. Μέλλ. | θα έχω (θα έχεις, θα έχει, θα έχουμε, θα έχετε, θα έχουν) καταβολεμένο | |||||
Υποτακτική | να έχω (να έχεις, να έχει, να έχουμε, να έχετε, να έχουν) καταβολεμένο |
Παθητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | καταβολεύομαι | καταβολευόμουν(α) | θα καταβολεύομαι | να καταβολεύομαι | ||
β' ενικ. | καταβολεύεσαι | καταβολευόσουν(α) | θα καταβολεύεσαι | να καταβολεύεσαι | ||
γ' ενικ. | καταβολεύεται | καταβολευόταν(ε) | θα καταβολεύεται | να καταβολεύεται | ||
α' πληθ. | καταβολευόμαστε | καταβολευόμαστε καταβολευόμασταν |
θα καταβολευόμαστε | να καταβολευόμαστε | ||
β' πληθ. | καταβολεύεστε | καταβολευόσαστε καταβολευόσασταν |
θα καταβολεύεστε | να καταβολεύεστε | (καταβολεύεστε) | |
γ' πληθ. | καταβολεύονται | καταβολεύονταν καταβολευόντουσαν |
θα καταβολεύονται | να καταβολεύονται | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | καταβολεύτηκα | θα καταβολευτώ | να καταβολευτώ | καταβολευτεί | ||
β' ενικ. | καταβολεύτηκες | θα καταβολευτείς | να καταβολευτείς | καταβολέψου | ||
γ' ενικ. | καταβολεύτηκε | θα καταβολευτεί | να καταβολευτεί | |||
α' πληθ. | καταβολευτήκαμε | θα καταβολευτούμε | να καταβολευτούμε | |||
β' πληθ. | καταβολευτήκατε | θα καταβολευτείτε | να καταβολευτείτε | καταβολευτείτε | ||
γ' πληθ. | καταβολεύτηκαν καταβολευτήκαν(ε) |
θα καταβολευτούν(ε) | να καταβολευτούν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | έχω καταβολευτεί | είχα καταβολευτεί | θα έχω καταβολευτεί | να έχω καταβολευτεί | καταβολεμένος | |
β' ενικ. | έχεις καταβολευτεί | είχες καταβολευτεί | θα έχεις καταβολευτεί | να έχεις καταβολευτεί | ||
γ' ενικ. | έχει καταβολευτεί | είχε καταβολευτεί | θα έχει καταβολευτεί | να έχει καταβολευτεί | ||
α' πληθ. | έχουμε καταβολευτεί | είχαμε καταβολευτεί | θα έχουμε καταβολευτεί | να έχουμε καταβολευτεί | ||
β' πληθ. | έχετε καταβολευτεί | είχατε καταβολευτεί | θα έχετε καταβολευτεί | να έχετε καταβολευτεί | ||
γ' πληθ. | έχουν καταβολευτεί | είχαν καταβολευτεί | θα έχουν καταβολευτεί | να έχουν καταβολευτεί | ||
Συντελεσμένοι χρόνοι (β΄ τύποι) | ||||||
Παρακείμενος | είμαι, είσαι, είναι καταβολεμένος - είμαστε, είστε, είναι καταβολεμένοι | |||||
Υπερσυντέλικος | ήμουν, ήσουν, ήταν καταβολεμένος - ήμαστε, ήσαστε, ήταν καταβολεμένοι | |||||
Συντελ. Μέλλ. | θα είμαι, θα είσαι, θα είναι καταβολεμένος - θα είμαστε, θα είστε, θα είναι καταβολεμένοι | |||||
Υποτακτική | να είμαι, να είσαι, να είναι καταβολεμένος - να είμαστε, να είστε, να είναι καταβολεμένοι |