↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο σύναρθρος η σύναρθρη το σύναρθρο
      γενική του σύναρθρου της σύναρθρης του σύναρθρου
    αιτιατική τον σύναρθρο τη σύναρθρη το σύναρθρο
     κλητική σύναρθρε σύναρθρη σύναρθρο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι σύναρθροι οι σύναρθρες τα σύναρθρα
      γενική των σύναρθρων των σύναρθρων των σύναρθρων
    αιτιατική τους σύναρθρους τις σύναρθρες τα σύναρθρα
     κλητική σύναρθροι σύναρθρες σύναρθρα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
σύναρθρος < (λόγιο δάνειο) ελληνιστική κοινή σύναρθρος[1] < συν- + -αρθρος < ἄρθρον[2]

  Επίθετο

επεξεργασία

σύναρθρος

Παράγωγα

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

=  Αναφορές

επεξεργασία
  1. σύναρθρος - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
  2. σύναρθρος - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012