φωνούμενος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- φωνούμενος < φωνῶ (μιλάω) κατά την αρχαία φράση τα φωνηθέντα (λόγια που έχουν προφερθεί)[1]
Επίθετο επεξεργασία
φωνούμενος
- (λόγιο) (για τον ανθρώπινο λόγο) η ομιλία, η έναρθρη, η γλώσσα του ανθρώπου που εκφωνείται, κατ' αντιδιαστολή προς τον ενδιάθετο λόγο που πλάθεται στη νόηση και την ψυχή
Μεταφράσεις επεξεργασία
φωνούμενος
|
Πηγές επεξεργασία
- φωνούμενος - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Αναφορές επεξεργασία
- ↑ φωνούμενος - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας