raso
Εσπεράντο (eo) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- raso < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό επεξεργασία
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | raso | rasoj |
αιτιατική | rason | rasojn |
raso (eo)
- η ράτσα
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | raso | rasoj |
αιτιατική | rason | rasojn |
raso (eo)