Φυλή
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | |||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | Φυλή | ||
γενική | της | Φυλής | ||
αιτιατική | τη | Φυλή | ||
κλητική | Φυλή | |||
Κατηγορία όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- Φυλή < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική Φυλή
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /fiˈli/
- ομόηχο: φιλί
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Φυ‐λή
Κύριο όνομα
επεξεργασίαΦυλή θηλυκό
Δείτε επίσης
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | |||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ἡ | Φυλή | ||
γενική | τῆς | Φυλῆς | ||
δοτική | τῇ | Φυλῇ | ||
αιτιατική | τὴν | Φυλήν | ||
κλητική ὦ! | Φυλή | |||
1η κλίση, Κατηγορία 'ψυχή' όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- Φυλή < φυλή
Κύριο όνομα
επεξεργασίαΦυλή θηλυκό
Συγγενικά
επεξεργασίαΠηγές
επεξεργασία- Φυλή - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.