φίλη
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | φίλη | οι | φίλες |
γενική | της | φίλης | των | φίλων |
αιτιατική | τη | φίλη | τις | φίλες |
κλητική | φίλη | φίλες | ||
για τη γενική του πληθυντικού χρησιμοποιείται κυρίως το: φιλενάδων, για διάκριση με τη γενική του αρσενικού φίλος. | ||||
Κατηγορία όπως «ερωμένη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- φίλη < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική φίλη
Ουσιαστικό
επεξεργασίαφίλη θηλυκό
- θηλυκό του φίλος
- ⮡ η Αννα είναι φίλη μου
Μεταφράσεις
επεξεργασία φίλη
Κλιτικός τύπος επιθέτου
επεξεργασίαφίλη θηλυκό
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική ενικού, θηλυκού γένους (φίλη) του φίλος
- ⮡ χτες το βράδυ είδα και τη φίλη Μαρία στο μπαρ
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαφίλη < φίλος
Ουσιαστικό
επεξεργασίαφίλη θηλυκό
Κλιτικός τύπος ουσιαστικού
επεξεργασία- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του φῖλος