φυλετικότητα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- φυλετικότητα < φυλετικ(-ός) + -ότητα
Ουσιαστικό
επεξεργασίαφυλετικότητα θηλυκό
- (βιολογία) οι εμφανείς και εσωτερικοί ή αφανείς χαρακτήρες ενός ατόμου, οι οποίοι καθορίζονται από το φύλο του είδους του, από το αν είναι δηλαδή αρσενικό ή θηλυκό
Συγγενικά
επεξεργασία- φυλετισμός (διαφορετική σημασία)
→ και δείτε τη λέξη φύλο
Μεταφράσεις
επεξεργασία φυλετικότητα
|