Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο φυλετισμός οι φυλετισμοί
      γενική του φυλετισμού των φυλετισμών
    αιτιατική τον φυλετισμό τους φυλετισμούς
     κλητική φυλετισμέ φυλετισμοί
Συνήθως στον ενικό.
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

φυλετισμός < φυλή

  Ουσιαστικό επεξεργασία

φυλετισμός αρσενικό

  Μεταφράσεις επεξεργασία