απαρτχάιντ
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- απαρτχάιντ < (άμεσο δάνειο) αγγλική apartheid < αφρικάανς apartheid < από την ολλανδική λέξη apart (διαχωρίζω) + το επίθεμα -heid (αντίστοιχο του ελληνικού -ότητα)
Ουσιαστικό επεξεργασία
απαρτχάιντ ουδέτερο άκλιτο
- η πολιτική που επιβάλλει απόσταση μεταξύ των διαφόρων φυλετικών ομάδων, ειδικά η πολιτική του φυλετικού διαχωρισμού και η αντιμετώπιση όλων των μη-ευρωπαϊκών εθνικών ομάδων ως πολιτών β' κατηγορίας στην πολιτική, οικονομική και κοινωνική ζωή, την οποία εφάρμοσε έως το 1990 η Νότιος Αφρική.
- apartheid στα αφρικάανς σημαίνει "ξεχωριστότητα".