φιλοζωία
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- φιλοζωία < ελληνιστική κοινή φιλοζωΐα < φιλόζωος < φίλος + ζωή
- φιλοζωία < φιλόζω(ος) + -ία < αρχαία ελληνική φιλόζῳος < φίλος + ζῷον
Ουσιαστικό
επεξεργασίαφιλοζωία θηλυκό
Συγγενικά
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία αγάπη για τη ζωή
|
αγάπη για τα ζώα
|