Δείτε επίσης: φιλόζῳος
↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο φιλόζωος η φιλόζωη το φιλόζωο
      γενική του φιλόζωου της φιλόζωης του φιλόζωου
    αιτιατική τον φιλόζωο τη φιλόζωη το φιλόζωο
     κλητική φιλόζωε φιλόζωη φιλόζωο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι φιλόζωοι οι φιλόζωες τα φιλόζωα
      γενική των φιλόζωων των φιλόζωων των φιλόζωων
    αιτιατική τους φιλόζωους τις φιλόζωες τα φιλόζωα
     κλητική φιλόζωοι φιλόζωες φιλόζωα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία 1

επεξεργασία
φιλόζωος < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή φιλόζῳος[1] < αρχαία ελληνική φίλος (φιλό-) + ζῷον (-ζωος)

  Επίθετο

επεξεργασία

φιλόζωος -η -ο

Συγγενικά

επεξεργασία

→ και δείτε τις λέξεις φίλος και ζώο

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

  Ετυμολογία 2

επεξεργασία
φιλόζωος < αρχαία ελληνική φιλόζωος < φίλος + ζωή[2]

  Επίθετο

επεξεργασία

φιλόζωος -η -ο

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

  Αναφορές

επεξεργασία
  1. φιλόζωος - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
  2. Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.  (Αʹ έκδοση: 1998)



→ λείπει η κλίση

  Ετυμολογία

επεξεργασία
φιλόζωος < (φίλος) φιλό- + -ζωος (ζωή)

  Επίθετο

επεξεργασία

φῐλόζωος -ος, -ον

  • που αγαπά τη ζωή του, που επιθυμεί να ζήσει (με την έννοια και του δειλού)

Δείτε επίσης

επεξεργασία