fond
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
fond | fonds |
fond (fr) αρσενικό
Ομώνυμα / Ομόηχα
επεξεργασία
Ρουμανικά (ro)
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαfond (ro)
ενικός | πληθυντικός |
fond | fonds |
fond (fr) αρσενικό
fond (ro)