εξαστισμός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- εξαστισμός < εξ- + αστός + -ισμός, μεταφραστικό δάνειο από την αγγλική urbanisation[1]
Ουσιαστικό
επεξεργασίαεξαστισμός αρσενικό
Μεταφράσεις
επεξεργασία εξαστισμός
→ δείτε τη λέξη αστικοποίηση |
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ εξαστισμός - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- ↑ εξαστισμός - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)