Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η πολεομορφία οι πολεομορφίες
      γενική της πολεομορφίας των πολεομορφιών
    αιτιατική την πολεομορφία τις πολεομορφίες
     κλητική πολεομορφία πολεομορφίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

πολεομορφία < πόλε(ος) + -ο- + -μορφία ((μεταφραστικό δάνειο) αγγλική urbanism)

  Ουσιαστικό επεξεργασία

πολεομορφία θηλυκό

  1. (σπάνιο, παρωχημένο) η διαβίωση σε πόλη
  2. (σπάνιο, παρωχημένο) άλλη μορφή του αστυφιλία

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία

  • πολεομορφία - Αναστασιάδη - Συμεωνίδη, Άννα (2003). Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής. Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη.  (συντομογραφίες)