-μορφία
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | -μορφία | οι | -μορφίες |
γενική | της | -μορφίας | των | -μορφιών |
αιτιατική | τη(ν) | -μορφία | τις | -μορφίες |
κλητική | -μορφία | -μορφίες | ||
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- -μορφία < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική -μορφία < -μορφ(ος) + -ία[1]
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /moɾˈfi.a/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : -μορ‐φί‐α
Επίθημα επεξεργασία
-μορφία θηλυκό
- β′ συνθετικό επιθέτων τα οποία αναφέρονται
- σε ομοιότητα με το εκφραζόμενο
- κατάσταση ή χαρακτηριστικό
Δείτε επίσης επεξεργασία
Αναφορές επεξεργασία
- ↑ "-μορφία" - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Πηγές επεξεργασία
- -μορφία - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)