πολεομορφισμός
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- πολεομορφισμός < πολεομορφία + -ισμός ((μεταφραστικό δάνειο) αγγλική urbanization)
Ουσιαστικό επεξεργασία
πολεομορφισμός αρσενικό
- η εξέλιξη μιας περιοχής από αγροτική ή ημιαστική σε αστική
- η επίδραση του άστεως ή του αστικού τρόπου ζωής σε ημιαστικές ή αγροτικές περιοχές
Μεταφράσεις επεξεργασία
πολεομορφισμός
|