analogy
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαanalogy (en)
- η αναλογία (αντιστοιχία ή ομοιότητα ανάμεσα σε δύο πράγματα)
- a friend said that wearing short skirts is like walking alone at night in a bad part of town but I don't see the analogy
- σύγκριση που βασίζεται σε τέτοια αντιστοιχία ή ομοιότητα
- you can understand quantum mechanical spin of particles in terms of the everyday notion of spin, up to a point, and then the analogy breaks down