ενεστώτας correspond
γ΄ ενικό ενεστώτα corresponds
αόριστος corresponded
παθητική μετοχή corresponded
ενεργητική μετοχή corresponding

correspond (en)

  1. (αμετάβατο) αντιστοιχώ, είναι αντίστοιχος, συμφωνώ
    ⮡  The goods don’t correspond with the samples.
    Τα εμπορεύματα δεν αντιστοιχούν στα δείγμα.
    ⮡  His expenses do not correspond with his income.
    Τα έξοδά του δεν είναι αντίστοιχα προς τα εισόδημά του.
    ⮡  His actions do not correspond with his words.
    Οι πράξεις του δεν συμφωνούν με τα λόγια του.
  2. (μεταβατικό, επίσημο) αλληλογραφώ
    ⮡  I often correspond with my cousins who live in Paris.
    Αλληλογραφώ συχνά με τα ξαδέλφια μου που ζουν στο Παρίσι.

Συγγενικά

επεξεργασία