correspondent
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
correspondent | correspondents |
Ετυμολογία en
επεξεργασίαύστερα μεσοαγγλικά (ως επίθετο): correspondent < παλαιογαλλικά: correspondant < μεσαιωνικά λατινικά: correspondent- ‘αντίστοιχος, ανάλογος, σχετικός’ < ρήμα: correspondere (βλέπε correspond)
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /kɒrɪˈspɒnd(ə)nt/
Ουσιαστικό
επεξεργασίαcorrespondent (en)
- (επάγγελμα) ο ανταποκριτής, η ανταποκρίτρια
- ↪ He distinguished himself as a war correspondent in Vietnam.
- Ξεχώρισε σαν πολεμικός ανταποκριτής στο Βιετνάμ.
- ↪ He distinguished himself as a war correspondent in Vietnam.