ανταποκρίτρια
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- ανταποκρίτρια < ανταποκριτής + -τρια
Ουσιαστικό
επεξεργασίαανταποκρίτρια θηλυκό
- (επάγγελμα) → δείτε τη λέξη ανταποκριτής
Μεταφράσεις
επεξεργασία ανταποκρίτρια
ανταποκρίτρια θηλυκό