ενικός         πληθυντικός  
correspondence correspondences

  Ετυμολογία

επεξεργασία
correspondence < correspond + -ence

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

correspondence (en) (επίσημο)

  1. (μη μετρήσιμο) η αλληλογραφία, τα γράμματα, τα email κτλ. που στέλνει και λαμβάνει ένα άτομο
    ⮡  business correspondence - εμπορική αλληλογραφία
  2. (μετρήσιμο και μη μετρήσιμο) η αλληλογραφία, η δραστηριότητα της συγγραφής επιστολών
    ⮡  Do you continue correspondence with your friend from America?
    Συνεχίζεις την αλληλογραφία με τη φίλη σου από την Αμερική;
  3. (μετρήσιμο και μη μετρήσιμο) η αντιστοιχία, η σχέση μεταξύ δύο πραγμάτων
    ⮡  There is no correspondence between those two words.
    Δεν υπάρχει αντιστοιχία μεταξύ των δυο αυτών λέξεων.
    ⮡  The correspondence between cause and effect.
    Η σχέση μεταξύ αιτίας και αποτελέσματος.
     συνώνυμα: → δείτε τη λέξη relation