- correspondence < correspond + -ence
correspondence (en) (επίσημο)
- (μη μετρήσιμο) η αλληλογραφία, τα γράμματα, τα email κτλ. που στέλνει και λαμβάνει ένα άτομο
- ⮡ business correspondence - εμπορική αλληλογραφία
- (μετρήσιμο και μη μετρήσιμο) η αλληλογραφία, η δραστηριότητα της συγγραφής επιστολών
- ⮡ Do you continue correspondence with your friend from America?
- Συνεχίζεις την αλληλογραφία με τη φίλη σου από την Αμερική;
- (μετρήσιμο και μη μετρήσιμο) η αντιστοιχία, η σχέση μεταξύ δύο πραγμάτων
- ⮡ There is no correspondence between those two words.
- Δεν υπάρχει αντιστοιχία μεταξύ των δυο αυτών λέξεων.
- ⮡ The correspondence between cause and effect.
- Η σχέση μεταξύ αιτίας και αποτελέσματος.
- ≈ συνώνυμα: → δείτε τη λέξη relation