discount
Αγγλικά (en)
επεξεργασία
Ουσιαστικό
επεξεργασία
Ρήμα
επεξεργασία
ενεστώτας | discount |
γ΄ ενικό ενεστώτα | discounts |
αόριστος | discounted |
παθητική μετοχή | discounted |
ενεργητική μετοχή | discounting |
discount (en)