discount
Αγγλικά (en) επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
discount | discounts |
discount (en) (μετρήσιμο και μη μετρήσιμο)
- η έκπτωση
- ↪ We’re giving a 10% discount for payments in cash.
- Δίνουμε έκπτωση 10% για πληρωμές τοις μετρητοίς.
- ↪ We’re giving a 10% discount for payments in cash.
Ρήμα επεξεργασία
ενεστώτας | discount |
γ΄ ενικό ενεστώτα | discounts |
αόριστος | discounted |
παθητική μετοχή | discounted |
ενεργητική μετοχή | discounting |
discount (en)
- κάνω έκπτωση, πουλάω με έκπτωση, μειώνω τις τιμές
- ↪ She discounted the print.
- Έκανε έκπτωση την τιμή.
- ↪ She discounted the print.
- (επίσημο) υποτιμώ, αποδίδω σε κάτι μικρή σημασία