performant
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαγένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | performant | performants |
θηλυκό | performante | performantes |
Επίθετο
επεξεργασίαperformant (fr)
- που έχει μεγάλες επιδόσεις
Συγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τη λέξη performance
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | performant | performants |
θηλυκό | performante | performantes |
performant (fr)