perform
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαενεστώτας | perform |
γ΄ ενικό ενεστώτα | performs |
αόριστος | performed |
παθητική μετοχή | performed |
ενεργητική μετοχή | performing |
Ρήμα
επεξεργασίαperform (en)
- (μεταβατικό και αμετάβατο) παίζω, διασκεδάζω το κοινό με μουσική, υποκριτική κτλ.
- ⮡ The actress is performing at the theater.
- Η ηθοποιός παίζει στο θέατρο.
- ⮡ The actress is performing at the theater.
- (μεταβατικό) εκτελώ