ενεστώτας perform
γ΄ ενικό ενεστώτα performs
αόριστος performed
παθητική μετοχή performed
ενεργητική μετοχή performing

perform (en)

  1. (μεταβατικό και αμετάβατο) παίζω, διασκεδάζω το κοινό με μουσική, υποκριτική κτλ.
    ⮡  The actress is performing at the theater.
    Η ηθοποιός παίζει στο θέατρο.
  2. (μεταβατικό) εκτελώ

Συγγενικά

επεξεργασία