στεφανοχάρτι
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | στεφανοχάρτι | τα | στεφανοχάρτια |
γενική | του | στεφανοχαρτιού | των | στεφανοχαρτιών |
αιτιατική | το | στεφανοχάρτι | τα | στεφανοχάρτια |
κλητική | στεφανοχάρτι | στεφανοχάρτια | ||
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
στεφανοχάρτι ουδέτερο
- (οικείο) το πιστοποιητικό της ληξιαρχικής πράξης γάμου
Μεταφράσεις επεξεργασία
στεφανοχάρτι
|