Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

φωτοστέφανος < φως (γενική: του φωτός) + στέφανος

  Ουσιαστικό επεξεργασία

φωτοστέφανος αρσενικό

→ δείτε τη λέξη φωτοστέφανο