ροδοστέφανος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία el
επεξεργασία- ροδοστέφανος < ροδο- + -στέφανος. Δείτε και αρχαία ελληνική ῥοδοστεφής
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /ɾo.ðoˈste.fa.nos/
Επίθετο
επεξεργασίαροδοστέφανος
- (λογοτεχνικό) στεφανωμένος με ρόδα, τριαντάφυλλα
- ※ Ο Έρωτας του κάκου απαλόφερν’ εμπρός μου
στα ρόδ’ απάνω ροδοστέφανο τ’ αγόρι,
το Λύκο, με τα ολόμαυρα μαλλιά και μάτια- Κωστής Παλαμάς, Ασάλευτη ζωή, Γυρισμός (1897), "Νέα ωδή του παλιού Αλκαίου" στίχοι 24-26 @greek-language.gr
- ※ και προσμένουν να στρωθούν
πλούσια φαγοπότια απάνω τους
κι ολοτρόγυρα σε κείνα
χαροκόποι ροδοστέφανοι
να ξημερωθούν- Κωστής Παλαμάς, Ο Δωδεκάλογος του Γύφτου (1907), "Λόγος Ι΄ Αναστάσιμος" στίχοι 49-54 @greek-language.gr
- ※ Ο Έρωτας του κάκου απαλόφερν’ εμπρός μου
Συνώνυμα
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασίαΔείτε επίσης
επεξεργασίααρχαία ελληνικά:
- ῥοδοστεφής
- κισσοστέφανος
- κρινοστέφανος
- πολυστέφανος
- και → δείτε τις λέξεις -στέφανος και -στεφής
Μεταφράσεις
επεξεργασία ροδοστέφανος