Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ροδοστέφανος η ροδοστέφανη το ροδοστέφανο
      γενική του ροδοστέφανου της ροδοστέφανης του ροδοστέφανου
    αιτιατική τον ροδοστέφανο τη ροδοστέφανη το ροδοστέφανο
     κλητική ροδοστέφανε ροδοστέφανη ροδοστέφανο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ροδοστέφανοι οι ροδοστέφανες τα ροδοστέφανα
      γενική των ροδοστέφανων των ροδοστέφανων των ροδοστέφανων
    αιτιατική τους ροδοστέφανους τις ροδοστέφανες τα ροδοστέφανα
     κλητική ροδοστέφανοι ροδοστέφανες ροδοστέφανα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία el επεξεργασία

ροδοστέφανος < ροδο- + -στέφανος. Δείτε και αρχαία ελληνική ῥοδοστεφής

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /ɾo.ðoˈste.fa.nos/

  Επίθετο επεξεργασία

ροδοστέφανος

Συνώνυμα επεξεργασία

Συγγενικά επεξεργασία

Δείτε επίσης επεξεργασία

αρχαία ελληνικά:

  Μεταφράσεις επεξεργασία